- ἑταίρη
- ἑταίρη, ἑτάρη: companion, attendant, Il. 4.441; usually fig., Il. 9.2, Od. 17.271.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἑταίρη — ἑταίρα fem nom/voc sg (epic ionic) ἑταιρέω keep company with pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἑταιρέω keep company with imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… … Dictionary of Greek
κρυόεις — κρυόεις, εσσα, εν (Α) (κυριολ. και μτφ.) κρύος, ψυχρός σαν πάγος, παγερός (α. «κρυόεσσαν ἅλα», Απολλ. Ρόδ. β. «φόβου κρυόεντος ἑταίρη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος (ΙΙ) + κατάλ. όεις (πρβλ. ασπιδ όεις, ροδ όεις)] … Dictionary of Greek
φύζα — και φῡζα, ἡ, Α (επικ. τ.) φυγή λόγω φόβου, φευγιό («αὐτὰρ Ἀχαιοὺς Θεσπεσίη ἔχε φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φύζα (< *φυγ yα) έχει σχηματιστεί από το ριζικό όν. φύξ*, φυγός με επίθημα ya (πρβλ. μᾰζα*: θ. μαγ τού μάσσω … Dictionary of Greek